νέος

νέος
-α, -ο και νιος, -ά, -ό (ΑΜ νέος, -α, -ον, Α ιων. τ. νεῑος, -η, -ον Α θηλ. και -ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, -όν)
1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ.
β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ' ἐμωμήσω φρένας», Αισχύλ.)
2. αυτός που αρμόζει σε νεαρό άτομο, ο νεανικός («παῑς δ' ἐμὸς τάδ' οὐ κατειδὼς ἤνυσεν νέῳ θράσει», Αισχύλ.)
3. (για ζώα) αυτός που μόλις γεννήθηκε («καὶ οἱ μὲν νέοι τῶν νεβρῶν οὕτως ἁλίσκονται», Ξεν.)
4. (σπάν. και για τα φυτά) αυτός που βλάστησε πρόσφατα («ὁ δ' ερινεὸν ὀξέει χαλκῷ τάμνε νέους ὄρπηκας», Ομ. Ιλ.)
5. (για πράγματα, καταστάσεις, φαινόμενα) καινούργιος, πρόσφατος (α. «νέα επίπλωση» β. «νέο κρασί» γ. «σε νέα ταξίδια μάς καλούν τα πλοία στα γαλανά τα κύματα», Γρυπ.
δ. «πόνοι... νέοι παλαιοῑσι συμμιγεῑς κακοῑς», Αισχύλ.)
6. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νέος, η νέα
άτομο νεαρής ηλικίας (α. «όταν ο νέος ανήγγειλεν ὅτι θα είχε ναύλον», Παπαδ.
β. «ἀγόρευον... ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες», Ομ. Ιλ.)
7. (για πρόσ.) αυτός που πήρε πρόσφατα μια θέση αντικαθιστώντας άλλον («νέος δήμαρχος»)
8. (για γεγονότα) ασυνήθιστος, απροσδόκητος, πρωτοφανής, παράδοξος (α. «νέα ήθη» β. «ἐπεφόβηντο καὶ ἐδόκει τι νέον ἔσεσθαι», Θουκ.)
9. (για διαιρέσεις χρόνου) αυτός που μόλις άρχισε (α. «νέο έτος» β. «νέα εβδομάδα»)
10. (το θετ. ή συγκριτ. ως ουσ.) ο νέος και ο νεώτερος
(για παιδιά που έχουν το ίδιο όνομα με τον πατέρα τους ή με κάποιον επιφανή πρόγονό τους) ο δεύτερος («Κωνσταντίνος ο νεώτερος»)
11. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νέοι
το σύνολο τών νεαρών ατόμων μιας κοινωνίας, η νεολαία («οι νέοι κάθε εποχής συνηθίζουν να χρησιμοποιούν ένα ιδιόρρυθμο γλωσσικό ιδίωμα»)
12. φρ. α) «Νέα Ρώμη» — η Κωνσταντινούπολη
β) «εκ νέου» — πάλι, για δεύτερη ή πολλοστή φορά («θα στο πω εκ νέου μήπως και τό καταλάβεις»)
νεοελλ.
1. γεμάτος ζωντάνια, σφριγηλός, δραστήριος
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει σχέση ή και ομοιότητα με κάποιον που έζησε πριν από αυτόν («ο νέος Ναπολέων»)
3. (το ουδ. στον εν. και πληθ. ως ουσ.) το νέο και τα νέα
είδηση, πληροφορία
4. το ουδ. ως ουσ. κάτι που εμφανίζεται για πρώτη φορά, καινούργια κατάσταση («οι συντηρητικοί πάντοτε αντιδρούν στο νέο και επιδιώκουν να εμποδίσουν την ανάπτυξή του»)
5. φρ. α) «Νέοι Έλληνες» — οι Νεοέλληνες
β) «νέα γενιά» — η νεολαία
μσν.
1. (για στρατιώτη) νεοσύλλεκτος
2. (για βασιλιά σε περίπτωση συμβασιλείας) αυτός που έχει αναλάβει τα καθήκοντά του πρόσφατα
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρόσφατα
4. φρ. «νέος καιρός» — άνοιξη
αρχ.
1. οξύς, ορμητικός
2. ανήλικος
3. αυτός που προσχώρησε στη χριστιανική πίστη πρόσφατα, νεοφώτιστος
4. ανανεωμένος
5. το θηλ. ως ουσ. ονομασία αιγυπτιακής θεότητας
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ νέον
η νεότητα
7. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ νέοι
σωματείο ή οργάνωση νέων
8. (το ουδ. ως επίρρ.) νέον και τὸ νέον
μόλις πριν από λίγο, πρόσφατα
9. φρ. α) «ἐκ νέου» — και «ἐκ νέων» — από τη νεαρή ηλικία
β) «ἐκ νέας» και «αὖτις ἐκ νέης» — πάλι, από την αρχή, για δεύτερη ή για πολλοστή φορά
γ) «ἕνη καὶ νέα» — η παλαιά και η τελευταία ημέρα, δηλ. η τελευταία ημέρα τού μήνα
δ) «μηνὸς τῇ νέᾳ» — κατά την πρώτη ημέρα τού μήνα, την πρωτομηνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. νέος < νέFος με σίγηση τού -F- (πρβλ. μυκην. newo, κυπρ. νεFόστατος) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *nu (πρβλ. νυ, νυν) και συνδέεται με αρχ. ινδ. nava-, αβεστ. nava-, αρχ. σλαβ. navas, χεττιτ. newa-, λατ. novus κ.ά. Τα παράγωγα τού επιθ., εξάλλου, εμφανίζονται σε παράλληλες μορφές στις διάφορες γλώσσες. Το παράγωγο νεαρός αντιστοιχεί στα: αρμ. nor «καινούργιος» (< *nowero-) και λατ. nοverca. Το μετονοματικό ρ. νεῶ (ΙΙ) αντιστοιχεί στα λατ. novāre και χεττιτ. newahh, ενώ το ουσ. νεότης στο λατ. novitas και ο τ. νέαξ στο αρχ. σλαβ. novakŭ. Ο τ. νεῖος δεν είναι αρχαίος, αλλά πρόκειται για εκτεταμένη μορφή τού επιθ. στην πρώτη συλλαβή προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών. Το επίθ. νέος μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή newo (αντίθετο τού parajo «παλαιός») στην οποία χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει περισσότερο πράγματα με τη σημ. «καινούργιο» και σπανίως πρόσωπα με τη σημ. «νέος σε ηλικία, νεαρός». Το επίθ. νέος, επειδή στην Ελληνική δεν εμφανίζεται άλλος τ. με τη σημ. τού λατ. juvenis «νέος σε ηλικία, νεαρός» (πρβλ. και αρχ. ινδ. yuvan-), αρχικά δήλωσε τη σημ. τού νεαρού ατόμου, αλλά στη συνέχεια η σημ. του εξελίχθηκε και στη σημ. τού καινούργιου, τού πρόσφατου και κατ' επέκταση αυτού που επιφέρει αλλαγές, μεταβολές. Στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες δεν παρατηρείται αυτή η σημασιολογική εξέλιξη, γιατί σ' αυτές υπήρχαν δύο διαφορετικοί τ., ένας προς δήλωση τού νεαρού ατόμου και ένας άλλος προς δήλωση τού καινούργιου γεγονότος ή πράγματος (πρβλ. λατ. juvenis «νέος άνθρωπος», ενώ novus «καινούργιος, πρόσφατος»). Στη Νεοελληνική ο τ. νιος προέρχεται από συνίζηση τού νέος. Το επίθ., τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. τής Ελληνικής με τη μορφή νε(ο)-* / νι(ο)-.
ΠΑΡ. νεάζω, νεανίας, νεαρός, νεότης, νεωστί, νεώτατος, νεώτερος
αρχ.
νεαίνω, νέαξ, νεόθεν, νεώ (Ι), νεώ (ΙΙ), νεώσσω
μσν.- νεοελλ.
νεούτσικος.
ΣΥΝΘ. Βλ. λ. νε(ο)- / νι(ο)-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νέος, -α, -ο — και νιος, νια, νιο 1. αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο, καινούριος: Νέος χρόνος. 2. ο μικρός στην ηλικία, ο νεαρός: Είναιακόμη πολύ νέος. 3. αυτός που αντικατέστησε άλλον: Μας ήρθε νέος γυμνασιάρχης. 4. παράξενος, ασυνήθιστος: Νέες ιδέες, νέα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νέος — young masc nom sg νέος young masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεός — νεός, ἡ (Α) βλ. νειός …   Dictionary of Greek

  • Νέος Ρυθμός — Ρυθμός που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Ο Ν.Ρ., που είδε το φως στις «σετσεσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης,… …   Dictionary of Greek

  • Νέος Μαρμαράς — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) στην πρώην επαρχία Χαλκιδικής του ομώνυμου νομού. Μερική άποψη του οικισμού Νέος Μαρμαράς, στον νομό Χαλκιδικής …   Dictionary of Greek

  • Νέος Παντελεήμων — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.) στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Γενική άποψη του οικισμού Νέος Παντελεήμων, στν νομό Πιερίας …   Dictionary of Greek

  • Νέος Μαρμαράς — Sp Nèos Marmãras Ap Νέος Μαρμαράς/Neos Marmaras L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Νέος Σκοπός — Sp Nèos Skòpas Ap Νέος Σκοπός/Neos Skopos L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • νεός — ναῦς ship fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νέος Αιών — Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών. 1. Αθηναϊκή εφημερίδα που ιδρύθηκε το 1882. 2. Εβδομαδιαία εφημερίδα. Ιδρύθηκε το 1891 με έδρα τη Ζάκυνθο. 3. Ημερήσια εφημερίδα (1900 1908). Ιδρύθηκε από τον Α. Μεταξά με έδρα την Πάτρα. 4. Εβδομαδιαία εφημερίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”